ρατσιστής

ρατσιστής
ο, θηλ. ρατσίστρια, Ν
(κοινων. -πολ.) οπαδός τού ρατσισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. razzista < razza (βλ. και ρατσισμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… …   Dictionary of Greek

  • ρατσιστικός — ή, ό, Ν [ρατσιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ρατσισμό (α. «ρατσιστική διάκριση» β. «ρατσιστικές αντιλήψεις») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”